ránula - ορισμός. Τι είναι το ránula
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ránula - ορισμός

TUMEFACCIÓN DE TEJIDO CONJUNTIVO, ENCONTRADO ESPECÍFICAMENTE EN EL PISO DE LA BOCA
Ranula

ranula         
sust. fem.
1) Patología. Tumor blando, lleno de un líquido glutinoso, que suele formarse debajo de la lengua.
2) Veterinaria. Tumor carbuncoso que se forma debajo de la lengua al ganado caballar y vacuno.
Ránula         
tumor quístico debajo de la lengua, debido a la obstrucción de alguna de las glándulas salivares o mucosas de esta zona [ICD-10: K11.6], Puede ser de carácter congénito [ICD-10: Q38.6]
ránula         
ránula (del lat. "ranula", rana pequeña)
1 f. Med. *Tumor blando, lleno de un líquido glutinoso, que suele formarse debajo de la lengua.
2 Vet. *Tumor carbuncoso que se le forma debajo de la lengua al ganado caballar y vacuno. Barbilla, sapillo.

Βικιπαίδεια

Ránula

Una ránula es un tipo de mucocele, es decir, una tumefacción de tejido conjuntivo, encontrado específicamente en el piso de la boca. Consiste en una colección de mucina proveniente de la ruptura del conducto de una glándula salival, por lo general causada por un previo trauma local. La palabra ránula proviene del latín que significa rana, debido a su apariencia comparable a la garganta de un sapo.

Τι είναι ranula - ορισμός